- Πηνελόπη
- Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι ολόκληρα χρόνια περίμενε η Π. την επιστροφή του συζύγου της, αποκρούοντας τις προτάσεις γάμου των Μνηστήρων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στο ανάκτορο του Οδυσσέα, σπαταλώντας τα αγαθά του σε γιορτές και συμπόσια. Τέλος η Π. αναγκάστηκε να τους υποσχεθεί ότι θα παντρευόταν όταν θα τελείωνε το σάβανο του πεθερού της Λαέρτη που ύφαινε, αλλά για να μη συμβεί ποτέ αυτό ξήλωνε τις νύχτες ό,τι είχε υφάνει την ημέρα. Μια δούλα όμως την πρόδωσε και εκείνη, με τη συμβουλή της Αθηνάς, πρότεινε στους μνηστήρες έναν τοξευτικό αγώνα, τον νικητή του οποίου θα παντρευόταν. Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή έφτασε ο Οδυσσέας στην Ιθάκη και αφού σκότωσε τους μνηστήρες παρουσιάστηκε στην Π., η οποία ύστερα από πολλούς δισταγμούς τον αναγνώρισε. Η Π. έγινε σύμβολο συζυγικής πίστης και ενέπνευσε πολλά λογοτεχνικά, εικαστικά και μουσικά έργα.
Με το όνομα Π. αναφέρεται και μια Νύμφη των αρκαδικών βουνών. Με τη Νύμφη αυτή, ο αρκαδικός θεός των ανέμων Ερμής διατηρούσε ερωτικό δεσμό, συνέπεια του οποίου ήταν η γέννηση γιου, του τραγοπόδαρου Πάνα.
Η Πηνελόπη με τον Οδυσσέα σε αρχαίο ελληνικό γλυπτό (Μουσείο Λούβρο, Παρίσι).
Η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος, σε αγγείο του 5ου π.Χ. αιώνα.
* * *και Πηνελόπεια και δωρ. τ. Πανελόπα, ἡ, Αη θυγατέρα τού Ικαρίου και σύζυγος τού Οδυσσέως.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ανθρωπωνύμιο Πηνελόπη έχει σχηματιστεί από τη λ. πηνέλοψ «είδος πάπιας» (πρβλ. Μερόπη < μέροψ). Ο τ. Πηνελόπεια εμφανίζει κατάλ. -εια αναλογικά προς τα Αντίκλ-εια, Ηριγέν-εια. Στην αρχ. Ελληνική χρησιμοποιήθηκαν συχνά τα ονόματα πουλιών ως ονομασίες γυναικών (πρβλ. Περιστερά). Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να δεχθούμε την άποψη ότι το όν. Πηνελόπη χρησιμοποιήθηκε αρχικά για μια αρχαία θεότητα που είχε μορφή πουλιού. Διάφορες άλλες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, όπως λ.χ. η σύνδεση τής λ. με το πήνη «νήμα, ύφασμα» και το ρ. ὀλόπτω «αποσπώ, μαδώ, αφαιρώ», δεν θεωρούνται πιθανές].
Dictionary of Greek. 2013.